Ήρθε μια μέρα που οι πολίτες αγάπησαν την πόλη αυτή. Τόσο τεράστια, τόσο εκτεταμένη – κι ωστόσο την αγάπησαν σφοδρά, σαν πράγμα μικρό και δικό τους, σαν το ίδιο τους πρόσωπο ένα πρωί στον καθρέφτη, που ανακαλύπτει έτσι κανείς πως δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο απ’ το νερό κι από την πάστρα, κι ανακαλύπτει η καλονοικοκυρά πως το πρόσωπό της το ίδιο είναι το σπίτι, και πέφτει χάμω, και γονατίζει δίχως να τη νοιάζη, και τρίβει, τρίβει στοργικά το πρόσωπό της, τις πλάκες, τα σανίδια, κ’ ύστερα παστρικά τα ξεπλένει, κ’ ύστερα με το πανί τα παίρνει, κι αγαπάει ακόμα κι όλες τις αγκίδες του τριμμένου σανιδιού, που έχει σκουρήνει, έχει βαθιά ποτίσει κι ομορφήνει με τον ιδρώτα της, και ξέρει αυτή, άλλη μια φορά, κάθε πλακάκι του σπασμένο, και κάθε του ραγισματιά, και κάθε του ραγάδα του σπιτιού, σαν και τις δικές της ρυτίδες, μια-μια…
Έτσι αγάπησαν αυτή την πόλη μια μέρα οι πολίτες της… Κάτι παράξενο, εντελώς καινούργιο τους συνέβη, κι αξάφνα πλήθυνε μέσα τους αβάσταγο, σφοδρό, και την αγάπησαν έτσι απογνωσμένα – σαν δικά τους!.. Κι όμοια, έτσι, με το ίδιο στην καρδιά ασυγκράτητο, σαν νάταν άξαφνα για το ίδιο τους παραμελημένο σπίτι, κινήσαν όλες οι φτωχές παραδουλεύτρες,